- ἀδιεξέταστος
- ἀ-δι-εξ-έταστος, unerforschlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδιεξέταστος — ἀδιεξέταστος, ον (Α) [διεξετάζω] 1. αυτός που δεν επιδέχεται εξέταση ή διερεύνηση 2. που δεν εξετάστηκε, ο αδιερεύνητος … Dictionary of Greek
ἀδιεξέταστοι — ἀδιεξέταστος that will not stand examinalion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)